Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η κομματική οργάνωση

  • 1 организация

    организация ж 1) (основание) η οργάνωση, η διοργάνωση 2) (объединение) η οργάνωση, ο οργανισμός· партийная \организация η κομματική οργάνωση· комсомольская \организация η οργάνωση του Κομσομόλпрофсоюзная \организация η συνδικαλιστική οργάνωση
    * * *
    ж
    1) ( основание) η οργάνωση, η διοργάνωση
    2) ( объединение) η οργάνωση, ο οργανισμός

    парти́йная организа́ция — η κομματική οργάνωση

    комсомо́льская организа́ция — η οργάνωση του Κομσομόλ

    профсою́зная организа́ция — η συνδικαλιστική οργάνωση

    Русско-греческий словарь > организация

  • 2 партийный

    επ., βρ: -иен, -ийна, -ийно.
    κομματικός•

    партийный актив κομματικό ακτίφ•

    -ая дисциплина κομματική πειθαρχία•

    -ые кадры κομματικά στελέχη•

    -ое руководство κομματική καθοδήγηση•

    партийный съезд συνέδριο του κόμματος•

    -ая организация κομματική οργάνωση•

    партийный билет κομματικό βιβλιάριο•

    -ое собрание η κομματική συνέλευση•

    партийный стаж κομματική ηλικία.

    || ουσ. партийный, -ая ο κομματικός, η κομματική.

    Большой русско-греческий словарь > партийный

  • 3 организация

    организация
    ж
    1. (действие) ἡ ὁργάνωσης [-ις], ἡ διοργάνωση, ἡ συγκρότηση:
    \организация труда ἡ ὁργάνωση τής ἐργασίας·
    2. (учреждение) ἡ ὁργάνωση, ὁ ὁργανισμός:
    партийная \организация ἡ κομματική ὀργάνωση· комсомо́льская \организация ἡ ὁργάνωση τοῦ Κομ-σομόλ· международная \организация ἡ διεθνής ὁργάνωση, ὁ διεθνής ὁργανισμός· Организация Объединенных Наций (ООН) ὁ 'Οργανισμός τῶν Ηνωμένων Έθνῶν (ΟΗΕ)· массовая \организация ἡ μαζική ὁργάνωση·
    3. (сложение человека) ὁ ὁργανισμός, ἡ ἰδιοσυγκρασία, ἡ κρᾶσις:
    человек слабой \организацияии ἄνθρωπος μέ ἀδύνατη κράση, ἄνθρωπος μέ ἀσθενή ὁργανισμό.

    Русско-новогреческий словарь > организация

  • 4 организация

    θ.
    1. οργάνωση,διοργάνωση• συγκρότηση, ίδρυση•

    научная организация труда επιστημονική οργάνωση εργασίας•

    организация кружка συγκρότηση ομίλου.

    2. βλ. организованность.
    3. οργανισμός, ιδιοσυγκρασία•

    человек со слабой-ей άνθρωπος με αδύνατο οργανισμό.

    || οργανωμένο σύνολο•

    партииная организация κομματική οργάνωση•

    торговые -ии εμπορικές οργανώσεις.

    Большой русско-греческий словарь > организация

  • 5 первичный

    перви́чн||ый
    прил ἀρχικός, πρωτοβάθμιος:
    \первичныйая партийная организация ἡ πρωτοβάθμια κομματική ὁργάνωση, ἡ ὁργάνωση βάσης· \первичныйые породы геол. τά πρωτογενή ἐδάφη.

    Русско-новогреческий словарь > первичный

  • 6 партийный

    парти́йн||ый
    1. прил κομματικός, τοῦ κόμματος:
    \партийный актив τό κομματικό ἀχτίφ· \партийныйая организация ἡ κομματική ὁργάνωση· \партийный билет τό κομματικό βιβλιάριο· \партийный съезд τό κομματικό[ν] συνέδριο[ν]·
    2. м τό μέλος τοῦ κόμματος.

    Русско-новогреческий словарь > партийный

  • 7 парторганизация

    парт||организация
    ж (партийная организация) ἡ κομματική ὁργάνωση.

    Русско-новогреческий словарь > парторганизация

  • 8 парторганизация

    θ.
    κομματική οργάνωση.

    Большой русско-греческий словарь > парторганизация

  • 9 первичный

    επ.
    1. αρχικός, πρώτος, πρωταρχικός•

    -ая обработка металла η αρχική επεξεργασία -του μετάλλου•

    первичный период развития η αρχική περίοδος ανάπτυξης.

    2. βασικός, κύριος.
    3. πρωτοβάθμιος• της βάσης•

    -ая парторганизация η κομματική οργάνωση βάσης.

    εκφρ.
    - ые породы – πρωτογενή εδάφη.

    Большой русско-греческий словарь > первичный

  • 10 талон

    α.
    1. δελτίο, κουπόνι.
    2. απόκομμα ομολογίας ή τίτλου.
    εκφρ.
    открепительный талон – έγγραφο διαγραφής από μέλος κομματικής ή κομσομόλικης οργάνωσης•
    прикрепительный талон – έγγραφο σύνδεσης με άλλη οργάνωση κομματική ή κομσομόλικη.

    Большой русско-греческий словарь > талон

См. также в других словарях:

  • Κίροφ, Σεργκέι Μιρόνοβιτς — (Sergei Mironovich Kirov, Ουρζούμ 1886 – Λένινγκραντ [σημερινή Αγία Πετρούπολη] 1934). Σοβιετικός πολιτικός. Από το 1904 ήταν μέλος του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος (ΣΔΕΚΡ), του οποίου η πτέρυγα των μπολσεβίκων (= πλειοψηφούντων) …   Dictionary of Greek

  • Σβερνλόφ, Γιάκομπ Μιχαήλοβιτς — Ψευδώνυμο του Αντρέι Μαξ, Ρώσου πολιτικού (1885 1919). Καταγόταν από οικογένεια βιοτεχνών. Το 1900 εργαζόταν σε φαρμακείο. Το 1901 εκτοπίστηκε από το Κάτω Νόβγκοροντ όπου ζούσε και το 1904 πέρασε στην παρανομία. Το 1905, ως μέλος πια του… …   Dictionary of Greek

  • μενσεβίκοι — (mensheviks). Ονομασία της μειοψηφίας του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Ρωσίας. Δημιουργήθηκε το 1903 κατά το B’ Συνέδριο του κόμματος στις Βρυξέλλες και το Λονδίνο, μετά τον διχασμό των σοσιαλιστών σε ένα πλειοψηφικό ρεύμα που αποτέλεσε το… …   Dictionary of Greek

  • Ράντι, Χουσεϊν Άχμαντ — (1924 – 1963). Ιρακινός πολιτικός. Καταγόταν από εργατική οικογένεια. Όταν τελείωσε την Παιδαγωγική Σχολή της Βαγδάτης, εργάστηκε ως καθηγητής. Το 1943 έγινε μέλος του Κομουνιστικού κόμματος του Ιράκ. Το 1948 τον συνέλαβαν γιατί είχε πάρει μέρος… …   Dictionary of Greek

  • κομματικός — ή, ό (AM κομματικός, ή, όν) [κόμμα] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολιτικό κόμμα («κομματική οργάνωση») 2. αυτός που μεροληπτεί υπέρ ορισμένης μερίδας μσν. αρχ. αυτός που αποτελείται από μικρές προτάσεις αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • ολιγαρχία — Ονομασία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στο πολιτικό καθεστώς, όπου η πολιτική εξουσία ήταν συγκεντρωμένη στα χέρια λίγων ανθρώπων, που διέθεταν μεγάλο πλούτο: η κυβέρνησή τους θεωρούνταν αντίθετη προς τον νόμο, γιατί απέκλειε μεγάλο αριθμό… …   Dictionary of Greek

  • Κωλέττης, Ιωάννης — (Συρράκο Ηπείρου 1780 ή 1784 – Αθήνα 1847). Αγωνιστής του 1821 και πολιτικός, πρωθυπουργός της χώρας (1844 47). Σπούδασε ιατρική στην Πίζα της Ιταλίας, όπου επηρεασμένος από τις μυστικές επαναστατικές οργανώσεις των καρμπονάρων ίδρυσε, με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»